
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΤΙΟΣ, ΜΙΛΑ ΣΤΗΝ «Ε»
Κυριακή, 4 Δεκεμβρίου 2011
* Δυστυχώς, καταντήσαμε χώρα – «λήπτης» πολιτικής και επαίτης.
Συνέντευξη στον Νίκο Ρουμπή
Η χώρα μας συμπλήρωσε 10 χρόνια στη ζώνη του ευρώ. Σίγουρα πάντως κανένας δεν είχε τη διάθεση να γιορτάσει αυτή την «επέτειο». Μετά από μια δεκαετία και ενώ έχουμε ήδη βρεθεί σε δεινή θέση, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια αποτίμηση αυτού του χρονικού διαστήματος, μέσα στο οποίο η Ελλάδα πέρασε από την εποχή των «παχιών αγελάδων» στην εποχή της οικονομικής ανέχειας και της ευρωπαϊκής δυσπιστίας.
Η «Ε» μίλησε με τον κ. Άγγελο Κότιο, καθηγητή Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Πολιτικών του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά με ερευνητική δραστηριότητα σε θέματα οικονομικής πολιτικής και του έθεσε ορισμένα καίρια ερωτήματα που αφορούν στην ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ αλλά και το τι μέλει γενέσθαι από εδώ και πέρα. Ο κ. Κότιος προσπάθησε να μας δώσει μια εικόνα σχετικά με τα λάθη που έγιναν όσον αφορά στη συνολική μας παρουσία στο ευρωπαϊκό στερέωμα, τονίζοντας την ευκαιρία για εκσυγχρονισμό που θα μπορούσαμε
να εκμεταλλευτούμε με την ένταξή μας στην ΟΝΕ, την οποία όμως όχι μόνο χάσαμε, αλλά και ενεργήσαμε με τέτοιο τρόπο ώστε η τωρινή κρίση χρέους να μοιάζει αναπόφευκτη.
* Μετά από 10 χρόνια εντός της ζώνης του ευρώ και με αφορμή την κρίση χρέους είναι λογικό να έχει αναπτυχθεί ένας έντονος ευρωσκεπτικισμός και στη χώρα μας. Μπορούμε να αποτολμήσουμε μια αποτίμηση: ήταν τελικά σωστή η απόφαση εισδοχής της χώρας στην ΟΝΕ; Κι αν πάμε παραπέρα: Είναι θετικό ή αρνητικό το ισοζύγιο από τα τριάντα χρόνια συμμετοχής μας στην Ε.Ε.;
– «Η συμμετοχή της χώρας μας στο Ευρωσύστημα ήταν συνδεδεμένη με δυνητικές ευκαιρίες και προκλήσεις-κινδύνους. Ευκαιρίες πρωτίστως για νομισματική σταθερότητα, για δημοσιονομική εξυγίανση, για διασφάλιση της εξωτερικής ρευστότητας και για προσέλκυση επενδύσεων. Επίσης, δεδομένου ότι εισήλθαμε στην ΟΝΕ με πολλές διαρθρωτικές αδυναμίες, ειδικά όσον αφορά στη λειτουργία της δημόσιας οικονομίας και του κράτους, αλλά και πολλών επί μέρους συστημάτων (π.χ. φορολογικό, ασφαλιστικό, εκπαιδευτικό, εργασιακό, επιχειρηματικό περιβάλλον), υπήρξε βάσιμη προσδοκία ότι εντός της ΟΝΕ, λόγω των έντονων ανταγωνιστικών πιέσεων, θα αναγκαζόμασταν να προβούμε στις απαραίτητες και επί δεκαετίες αναβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμούς. Υπήρχαν, όμως, και κίνδυνοι για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, την παραγωγή, την απασχόληση και το ισοζύγιο πληρωμών, λόγω της ένταξής μας σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό νέο περιβάλλον, όπου το κράτος-μέλος της Ευρωζώνης δεν διαθέτει τα εργαλεία της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος για την εξουδετέρωση ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων και της νομισματικής πολιτικής, ενώ τα περιθώρια της δημοσιονομικής πολιτικής διαμορφώθηκαν πολύ στενά. Τα πιθανά «υπέρ» και «κατά» της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη ήταν γνωστά τη στιγμή της ένταξης. Το τι θα επικρατούσε εξαρτιόταν κυρίως από εμάς.
Ο δεκαετής απολογισμός δείχνει ότι οι αρνητικές επιδράσεις της συμμετοχής μας στην ΟΝΕ υπερίσχυσαν, σε συντριπτικό βαθμό, έναντι των δυνητικών και προσδοκώμενων πλεονεκτημάτων. Το αποτέλεσμα ήταν τεράστια πτώση της ανταγωνιστικότητας, αποσάθρωση της ελληνικής παραγωγής, ελλείμματα ρεκόρ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέος που οδήγησαν στην πλήρη κατάρρευση και στη de facto χρεοκοπία. Το εγχείρημα της συμμετοχής μας στο ευρώ, εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκε συνεπώς μια απολύτως λανθασμένη επιλογή, μιας και εισήλθαμε απροετοίμαστοι και εν συνεχεία πορευτήκαμε με το χειρότερο τρόπο.
Άλλο όμως η εκούσια συμμετοχή μας σε ένα υποσύστημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και άλλο η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. Η Ε.Ε. δεν είναι μόνον το ευρώ. Είναι πρωτίστως ένα σύστημα που διασφαλίζει την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη σταθερότητα, την αλληλεγγύη μεταξύ των λαών της Ευρώπης, ακυρώνει τον πόλεμο, προάγει την οικονομική ευημερία. Η χώρα μας έχει επωφεληθεί τα μέγιστα από την ένταξή της στην Ε.Ε., αν και ποτέ δεν προσαρμόστηκε σωστά και δεν αξιοποίησε τις ευκαιρίες της ιδιότητας του κράτους-μέλους. Την Ε.Ε. τη θωρούμε στενά και στρεβλά. Δεν τη βλέπουμε ως ένα μέσο για αύξηση της εξωστρέφειας και ανταγωνιστικότητάς μας, ως ένα όχημα για εκσυγχρονισμό και άνοιγμα της ελληνικής κοινωνίας. Τελείως επαρχιώτικα, τη βλέπουμε ως ένα μηχανισμό μεταφοράς εισοδημάτων για τη γεωργία και την περιφερειακή μας ανάπτυξη ή ως ένα μηχανισμό για την προώθηση ορισμένων θεμάτων εξωτερικής μας πολιτικής. Δυστυχώς, η περιπέτεια της ΟΝΕ και η συστημική κρίση που προκλήθηκε στο ευρωσύστημα τείνει να απαξιώσει τα τόσο πολλά και θετικά που είχε για όλους η ιστορικά μοναδική ενοποιητική διαδικασία».
ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΑΜΕ
* Είναι γενικά αποδεκτό ότι η χώρα μας μπήκε στο ευρώ απροετοίμαστη. Από εκεί και πέρα όμως, πώς κρίνετε τους χειρισμούς μετά από την ένταξη; Μήπως επαναπαυτήκαμε με την είσοδο μας στην ΟΝΕ και απλά δρέψαμε τους καρπούς μιας πρόσκαιρης ευημερίας, αγνοώντας την ανάγκη για πιο βασικές και θεσμικές αλλαγές στη δομή της οικονομίας, των θεσμών, της κοινωνίας μας;
– «Έγινε ακριβώς όπως το περιγράφετε. Μετά την ένταξή μας στο ευρώ, με τις λανθασμένες πολιτικές προσαρμογής που επιτεύχθηκε, αλλά και με τη συνδρομή της «δημιουργικής λογιστικής» (βλέπε μαγείρεμα στοιχείων), θεωρήσαμε ότι πετύχαμε έναν εθνικό στόχο, ότι φθάσαμε στο τέρμα και ότι οι πολιτικοί της εκάστοτε εξουσίας θα μπορούσαν να ανοίξουν το κουτί με τα δώρα και τις παροχές. Το ζητούμενο ήταν ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, η αναδιάρθρωση της οικονομίας, η βελτίωση της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας, η πειθαρχία στα αιτήματα και στις περιττές παροχές, η δημιουργία ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος ικανού να προσελκύει επενδύσεις, η καταπολέμηση της διαφθοράς και εν γένει η αναδιάταξη της χώρας και η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της ιδιότητας του κράτους-μέλους της ΟΝΕ. Εμείς, βέβαια, κάναμε ακριβώς τα αντίθετα. Συνεχίσαμε να λειτουργούμε σαν να μην άλλαξε τίποτα. Διαλύσαμε το ήδη προβληματικό φοροεισπρακτικό μας σύστημα, με αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των φορολογικών εσόδων. Αυξήσαμε τις δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες. Επιδοθήκαμε σε έναν αγώνα εξωτερικού δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού για να χρηματοδοτήσουμε τα καταναλωτικά μας απωθημένα, με συνέπεια την τρομακτική αύξηση των εισαγωγών και των εξωτερικών μας ελλειμμάτων. Το φθηνό χρήμα που δανειζόμασταν με όρους Γερμανίας επί σειρά ετών, δεν το χρησιμοποιήσαμε για την ανάπτυξη της χώρας αλλά για την καλοπέραση των παρουσών γενεών σε βάρος των μελλοντικών. Το κομματικό σύστημα της χώρας εμφάνιζε μια σπάνια ομοφωνία στην ικανοποίηση των αναδιανεμητικών αιτημάτων κάθε ομάδας πίεσης και συμφέροντος. Συνεπώς, ζήσαμε επί μακρόν με δανεικά, πολύ πιο πάνω από τις παραγωγικές μας δυνατότητες. Η ιστορία διδάσκει ότι τέτοιες ξέφρενες πτήσεις, νομοτελειακά, τελειώνουν με ανώμαλη προσγείωση. Είναι αυτό που βιώνουμε σήμερα και μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεραπεία σοκ. Αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν είχαμε υπεύθυνους πολιτικούς και ώριμη κοινωνία. Τέλος, η κρίση που βιώνουμε είναι ένα σύμπτωμα της συνολικά λανθασμένης πορείας μας στην ΟΝΕ, η οποία συνιστά και το βασικό αίτιο της κρίσης».
«ΣΤΡΕΒΛΟ ΜΟΝΤΕΛΟ»
* Η χώρα όμως είχε για χρόνια υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Μάλιστα οι πολιτικοί μιλούσαν αυτάρεσκα για «ισχυρή οικονομία». Και ξαφνικά βρεθήκαμε στην εντελώς αντίπερα όχθη. Βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, δημοσιονομικός εκτροχιασμός, οικονομία υπό κατάρρευση. Τι συνέβη;
– «Οι συγκριτικά υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης οφείλονταν σε ένα στρεβλό μοντέλο λειτουργίας της οικονομίας μας. Πιο συγκεκριμένα, ήταν κυρίως αποτέλεσμα της υπερβολικής εσωτερικής καταναλωτικής ζήτησης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, η οποία ζήτηση δεν οφείλετο σε εισοδήματα από ανταγωνιστική παραγωγή, αλλά στο φθηνό και άφθονο δανεικό χρήμα, που λόγω της ιδιότητας του κράτους-μέλους της ΟΝΕ, εισέρεε απρόσκοπτα στη χώρα μας. Ήταν μια πορεία αύξησης του ΑΕΠ στρεβλή και διαχρονικά μη βιώσιμη, όπως άλλωστε κατέδειξε και η τελική πλήρης κατάρρευση και αναγκαστική προσαρμογή στην πραγματικότητα. Μικρή και βραχύβια συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ είχαν ορισμένες απελευθερώσεις των αγορών (π.χ. τηλεπικοινωνίες, ενέργεια) και η βελτίωση της παραγωγικότητας σε ορισμένους κλάδους της ιδιωτικής οικονόμας. Χώρες που εξάγουν αγαθά κάτω από το 10% του ΑΕΠ τους και εμφανίζουν ελλείμματα εξωτερικού εμπορίου γύρω στο 14% του ΑΕΠ τους, είναι αστείο να χαρακτηρίζονται ως «ισχυρές οικονομίες». Τέτοια ποσοστά δεν εμφανίζουν ούτε οι φτωχότερες από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Κάποτε θα πρέπει να εκλείψει από τη χώρα μας ο επικίνδυνος λαϊκισμός, η συστηματική παραπλάνηση και η στρέβλωση της πραγματικότητας».
* Ποιοι πραγματικά πλήττονται από το Μνημόνιο και πώς είναι δυνατόν να το αποδεχθεί η κοινωνία;
– «Η εφαρμογή των αναγκαστικών μέτρων δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής πλήττει τους πάντες. Πρόκειται για μια πορεία επιστροφής στο επίπεδο διαβίωσης που θα είναι σύμφωνο με τις παραγωγικές δυνατότητές μας. Η ύφεση και η μείωση των εισοδημάτων, που ήταν, λόγω των δανεικών, επίπλαστα υψηλότερα του κανονικού, είναι έως ένα βαθμό φυσιολογική και δεν εξαρτάται από τις επιθυμίες μας. Σαφώς, τα αποτελέσματα θα ήταν καλύτερα εάν αντιδρούσαμε έγκαιρα, εάν διαμορφώναμε μια εθνική στρατηγική εξόδου από την κρίση, εάν το Μνημόνιο συγκροτούσε μια συνεκτική οικονομική πολιτική προσαρμογής, κάτι που δεν συμβαίνει, εάν δίναμε μεγαλύτερη έμφαση στην διαρθρωτική πολιτική και στην αναπτυξιακή παρέμβαση κ.ο.κ. Είναι αλήθεια όμως ότι η προσαρμογή θίγει πρωτίστως αυτούς που προσφέρουν εξαρτημένη εργασία και κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, τους χαμηλόμισθους και συνταξιούχους καθώς και τους συνεπείς φορολογούμενους Επίσης, θίγει τις ελληνικές επιχειρήσεις και ειδικά τις μικρές που εξαρτιόνταν από την εσωτερική και τοπική ζήτηση. Οι έχοντες στη χώρα μας δεν φαίνεται να προσέφεραν ανάλογα. Εξάλλου, πολλοί προτίμησαν να δείξουν τον πατριωτισμό τους φυγαδεύοντας τα κεφάλαιά και τις αποταμιεύεις τους στο εξωτερικό, επιδεινώνοντας την κρίση. Επίσης, παρά τις όποιες βελτιώσεις, υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα ατιμωρησίας στη χώρα μας, τόσο των αμαρτησάντων πολιτικών, όσο και των παρανομησάντων ιδιωτών. Για την επίτευξη της αναγκαίας κοινωνικής αποδοχής της πολιτικής προσαρμογής, χρειάζεται δίκαιη κατανομή των βαρών και παραδειγματική τιμωρία των άνομων συμπεριφορών. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της παρούσας, αλλά και κάθε μελλοντικής κυβέρνησης».
ΔΥΟ… ΔΡΟΜΟΥΣ ΕΧΕΙ Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ
* Με αφορμή τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και τις συζητήσεις για δημιουργία Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων, ποια πρέπει να είναι η θέση της χώρας μας. Έχουμε, καταρχήν, την πολιτική δυνατότητα να συνδιαμορφώσουμε τις εξελίξεις; Και ποια πρέπει να είναι η στόχευσή μας;
– «Καταρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι στο νέο σύστημα λήψης αποφάσεων της Ευρωζώνης, όπου ουσιαστικά και κατά παρέκκλιση της ευρωπαϊκής παράδοσης και λογικής, τις αποφάσεις τις λαμβάνει μόνον η Γερμανία, η χώρα μας, λόγω της αρνητικής εικόνας της στο εξωτερικό και της εξάρτησής της για δημόσιο δανεισμό, δεν έχει σχεδόν καμία δυνατότητα να συνδιαμορφώσει τις εξελίξεις. Η αντιμετώπιση της συστημικής κρίσης του ευρώ είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, με παγκόσμιες διαστάσεις, ακόμη και για τους πολύ μεγάλους παίκτες. Δυστυχώς, καταντήσαμε «λήπτης» πολιτικής και επαίτης. Ένα από τα σενάρια για έξοδο από την κρίση της ευρωζώνης είναι και η δημιουργία μιας Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων. Ασφαλώς, στην πράξη οι δύο ταχύτητες υφίστανται ήδη. Από τη μία έχουμε τις ισχυρές οικονομίες του Κοινοτικού βορρά με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα και από την άλλη τις δοκιμαζόμενες οικονομίες του Κοινοτικού νότου. Μία θεσμοθέτηση, όμως, αυτής της πραγματικότητας σε νέο νομισματικό σύστημα δεν είναι εφικτή ούτε πολιτικά, ούτε νομικά. Η Ευρωζώνη έχει μόνον δύο επιλογές. Ή θα επιλύσει τα δομικά και λειτουργικά της προβλήματα ενεργοποιώντας άμεσα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αυξάνοντας τη ρευστότητα των νέων μηχανισμών στήριξης (π.χ. του EFSF) ή θα καταρρεύσει συνολικά. Τα μέχρι σήμερα μέτρα ήταν δειλά και ανεπαρκή, ενώ οι προτάσεις για θεσμικές αλλαγές αναφέρονται στο μέλλον και δεν μπορούν να επιλύσουν τα άμεσα προβλήματα ρευστότητας και της απελευθέρωσης των κρατών της ΟΝΕ από το θανατηφόρο εναγκαλισμό των ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών αγορών».
* Είναι η κυβέρνηση Παπαδήμου η κατάλληλη «απάντηση» σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή; Δηλαδή, η λύση θα αποτελεί προϊόν τεχνοκρατικών-οικονομικών χειρισμών ή πολιτικών πρωτοβουλιών;
– «Οι πολιτικοί στη χώρα μας δεν έχουν αποτύχει μόνον στο πεδίο της οικονομίας, αλλά και στο ίδιο το προνομιακό τους πεδίο που είναι η πολιτική. Η σύγχρονη ελληνική κομματοκρατία είναι δομημένη να επιβιώνει σε καλούς καιρούς. Γνωρίζει να διαπλέκεται και να κυβερνά με δανεικά, ικανοποιώντας τους «πελάτες» της. Απέδειξε ότι είναι εντελώς ανίκανη να διαχειριστεί κρίσεις. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας, με λίγες εξαιρέσεις, προέρχεται μέσα από την οικογενειακή παράδοση, τον νεποτισμό και τα κομματικά εκκολαπτήρια. Χαρακτηρίζεται από πολιτική επαγγελματική εξάρτηση, από εξάρτηση από εξωθεσμικά κέντρα και από περιορισμένο μορφωτικό και τεχνοκρατικό επίπεδο. Συνεπώς, χρήζει άμεσης αλλαγής και αντικατάστασης από τους έλληνες της δημιουργίας, της γνώσης και της επαγγελματικής και κοινωνικής καταξίωσης. Όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, είναι βέβαιο ότι η κρίση θα επηρεάσει, εύχομαι θετικά, την πολιτική μας κουλτούρα και θα αναδείξει νέα πολιτικά πρόσωπα και ήθη. Αυτό βέβαια χρειάζεται χρόνο. Συνεπώς, το δίλημμα δεν είναι πολιτικοί ή τεχνοκράτες, αλλά ικανοί και ακέραιοι στη θέση των ανικάνων και ιδιοτελών. Στη λογική αυτή και εντελώς υποκειμενικά, κρίνω ότι στη συγκυρία που διανύουμε η επιλογή του κ. Παπαδήμου ήταν η καλύτερη δυνατή. Ο στρατηγός, όμως, για να πετύχει, χρειάζεται και αξιόμαχους και πειθαρχημένους αξιωματικούς και στρατιώτες. Από αυτούς δεν φαίνεται να διαθέτει και πολλούς. Φαίνεται πως, ακόμη και παρά το συμβιβασμό, ορισμένοι συνεχίζουν να προτάσσουν το προσωπικό και κομματικό τους συμφέρον έναντι του εθνικού».