Επιλογές και Προσδοκίες ως προς το μνημόνιο

    0
    59

    του Νικου Κοτζια
    Έχω την τιμή και ευθύνη να είμαι ο πρώτος που έγραψα και δήλωσα δημόσια ότι η πολιτική του μνημονίου και η ομάδα που το διαχειρίζεται δεν πρόκειται να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ότι αντίθετα, η επιλογή της αποσύνδεσης της ανάπτυξης από την υπέρβαση των ελλειμμάτων και διαχείρισης του χρέους θα δημιουργήσει ακόμα περισσότερα προβλήματα. Δυστυχώς, η όποια ελπίδα να λαθεύω δείχνει να εξατμίζεται. Το ερώτημα είναι, πλέον, το εξής: τώρα που έχει γίνει φανερό ότι δεν πρόκειται με αυτή την πολιτική να βγει η χώρα από την κρίση γιατί επιμένουν εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις στην ίδια αδιέξοδη πολιτική;
    Τι περιμένουν οι έξω;
              Οι δυνάμεις που έχουν δανείσει στη χώρα και επέβαλλαν την πολιτική της αυστηρής λιτότητας ασφαλώς και δεν έχουν ως πρωταρχικό ερώτημα αν και σε ποιο βαθμό θα σωθεί η χώρα. Αντίθετα το ζήτημα αυτό το έχουν υποταγμένο στο στόχο τους να αποκομίσουν όσο το δυνατό περισσότερα κέρδη από την ελληνική κρίση και να τα διασφαλίσουν το μέγιστο δυνατό, αυξάνοντας τόσο τις πιέσεις τους, όσο και τους μηχανισμούς ελέγχου της χώρας. Ποιο συγκεκριμένα:
              Το πρώτο που επιδιώκουν να διασφαλίσουν αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες της ελληνικής κρίσης είναι ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα συναινέσουν κάποια στιγμή και σε παντοειδή κουρέματα. Εκείνο που πρωτίστως τους ενδιέφερε να αποκομίσουν όσο το δυνατότερο σε συντομότερο διάστημα το μέγιστο κέρδος, ώστε ανέρθει η στιγμή του κουρέματος να έχουν ήδη εισπράξει τα αρχικά τους λεφτά. Από αυτή την άποψη διεκδίκησαν και επέβαλαν υψηλά επιτόκια, ουσιαστικά τοκογλυφικά. Δάνειζαν χρήματα με επιτόκια τέσσερεις και πέντε φορές υψηλότερα από εκείνα με τα οποία δανείστηκαν οι ίδιοι. Η έγκαιρη είσπραξή τους, τους δίνει το περιθώριο μικρής μείωσης του επιτοκίου με το οποίο μας δάνειζαν. Μόνο που η μείωση αυτή θα εξαφανιστεί με την αύξηση του επιτοκίου της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Επίσης, από την στιγμή που διασφάλισαν τον έλεγχο της Ελλάδας δεν είχαν πρόβλημα και για κάποια επιμήκυνση τώρα, αργότερα ακόμα και μεγαλύτερη. Διότι όταν θα έχουν εισπράξει επαρκή χρήματα και ταυτόχρονα θα έχουν αυξηθεί τα χρέη, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κάνουν παραχωρήσεις.
    Αν, επί παραδείγματι το αρχικό ποσό χρέους ήταν 240 δισεκατομμύρια, ένα κούρεμα κατά 20% θα τους ήταν ασύμφορο. Αλλά για την Ελλάδα θα ήταν μια ουσιαστική ανάσα, αφού θα κατέβαζε το χρέος στα 192 δισεκατομμύρια. Αντίθετα, αν το κούρεμα γίνει το 2013-14 με το χρέος στα 470 δισεκατομμύρια, το κούρεμα με 20% θα αφήσει ένα υπόλοιπο 376 δισεκατομμύρια. Η Ελλάδα θα έχει ήδη πληρώσει τοκοχρεολύσια και, ταυτόχρονα, θα χρωστά 136 δισεκατομμύρια περισσότερο από το αρχικό ποσό. Και αυτό παρά το κούρεμα. Κατά συνέπεια η πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας προκειμένου να μειωθούν τα ελλείμματα ήταν ο εγγυημένος δρόμος να πληρώνει η Ελλάδα υπέρογκα τοκογλυφικά ποσά και ταυτόχρονα να μεγαλώνει το χρέος και η οικονομική της εξάρτηση.
    Με την επιλογή που μόλις περιέγραψα, δεύτερο, ο ξένος παράγοντας διασφάλισε ότι η Ελλάδα θα του εκχωρήσει ακόμα και το δικαίωμα της «αυτοκτονίας» δηλαδή της χρεοκοπίας, όποια μορφή και αν ελάμβανε αυτή. Η διασφάλιση αυτή είχε δύο διαστάσεις. Αφενός η Ελλάδα παραιτήθηκε ουσιαστικά από το μόνο διαπραγματευτικό της χαρτί με το οποίο θα μπορούσε να επιβάλλει τους όρους της στο όποιο «μνημόνιο». Αφετέρου η επιλογή του χρόνου είναι στα χέρια του ξένου παράγοντα. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα θα διασφαλίσει τα συμφέροντά του και μετά θα προχωρήσει σε κουρέματα, έμμεση ή άμεση χρεοκοπία.
    Τρίτο, ο ξένος παράγοντας χρειαζόταν το 2009 χρόνο. Πριν από όλα να διασφαλίσει τη σταθερότητα του δικού του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή, να απαλλαγούν οι τράπεζές του από τα ελληνικά τοξικά. Κύρια με το να μπορεί να τα τοποθετήσει στις ντουλάπες σκελετών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με άλλα λόγια, χρειάστηκε χρόνο προκειμένου να εξασφαλίσει την όσο το δυνατό μικρότερη αρνητική επίπτωση της Ελληνικής κρίσης πάνω στη δική του οικονομία που κέρδιζε και κερδίζει από την τοκογλυφία σε βάρος της Ελλάδας. Η Ελλάδα με τη μη διαπραγμάτευση του έδωσε επάρκεια χρόνου να τακτοποιήσει τα του οίκου του και να μην κινδυνεύσει να χάσει από την ελληνική κρίση. Κάθε μέρα που πέρναγε μείωνε τους κινδύνους του, αύξανε το ελληνικό χρέος και αδιέξοδο, άρα υποχωρούσαν και υποχωρούν οι δυνατότητες διαπραγμάτευσης της Ελλάδας.
    Τέταρτο, ο ξένος παράγοντας επεδίωξε εξαρχής, όπως έχω σημειώσει εδώ και ένα χρόνο, να συσσωρεύσει κεφάλαια από την τοκογλυφία σε βάρος του ελληνικού δημόσιου. Με αυτά ακριβώς τα ποσά σχεδίαζε να αγοράσει φιλέτα της χώρας. Να τα αγοράσει, εξαιτίας της κρίσης πολύ φτηνά. Έτσι φτάσαμε σήμερα η Ελλάδα να πληρώνει μεγάλα ποσά στους δανειστές της, αλλά το χρέος να αυξάνει. Ταυτόχρονα δε να πουλά σε τιμές ευκαιρίας τον πλούτο της που θα αγοραστεί από τα τοκοχρεολύσια των δανείων που επιστρέφει.
    Τέλος, πέμπτο, προκειμένου να πετύχει ο ξένος παράγοντας τους 4 αυτούς στόχους, χρειαζόταν απέναντί του, Έλληνες πολιτικούς οι οποίοι αντί να προσανατολιστούν σε μια σκληρή μάχη διαπραγμάτευσης, θα υιοθετούσαν την πολιτική του «να είμαστε καλά παιδιά», να τα δώσουμε όλα ώστε στο τέλος να μας κάνουν δώρο κάποια διευκόλυνση, όπως μια 30χρόνη επιμήκυνση αποπληρωμής του χρέους. Να βρει, δηλαδή, αυτούς που στην πολιτική ιστορική επιστήμη ονομάστηκαν ως «πρόθυμοι ηλίθιοι».
         
    Τι έκαναν στο εσωτερικό;
              Για την κατανόηση της κατάστασης θα πρέπει να αναλύσουμε και τις επιδιώξεις του κυρίαρχου συγκροτήματος δυνάμεων, πολιτικών και οικονομικών, στη σημερινή κατάσταση. Τι επεδίωξαν, δηλαδή, και τι προώθησαν οι δυνάμεις που είχαν τον πρώτο λόγο που φτάσαμε στην κρίση που φτάσαμε και οι οποίες παρίσταναν και παριστάνουν τους δήθεν μοχλούς εξόδου από την κρίση.
              Το πρώτο που επεδίωξαν αυτές οι δυνάμεις, ιδιαίτερα οι τραπεζίτες και η διαπλοκή, ήταν να μην πληρώσουν τίποτα από την κρίση που μας έφεραν. Να διασφαλίσουν τα κέρδη που έκαναν εδώ και χρόνια χωρίς να βάλουν στη στιγμή της κρίσης ούτε ένα σεντς από την τσέπη τους. Επιπλέον, στο βαθμό που μπορούσαν να κάνουν κέρδη ακόμα και στις σημερινές συνθήκες
              Το δεύτερο ήταν να διασφαλίσουν μια μεγάλη ανακατανομή πλούτου και εισοδήματος σε βάρος των μισθωτών, των συνταξιούχων και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών. Μόνο με αυτό τον τρόπο δεν θα πλήρωναν κάτι για την κρίση, αν και οι κύριοι υπεύθυνοι. Σε αυτή τους την επιλογή στηρίχτηκαν πολύ από το συγκρότημα του μνημονίου που λειτουργεί ως κόμμα (όποιος διαφωνεί με την γραμμή του «διαγράφεται», δηλαδή, απολύεται), από την προπαγάνδα της κυβέρνησης που έδειξε μίσος προς την πλειοψηφία του λαού.
              Το τρίτο, ήταν να διασφαλίσουν την κατάργηση δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων. Η δημοκρατία κουτσουρεύτηκε. Κουτσουρεύτηκαν κοινωνικά δικαιώματα. Ουσιαστικά καταργήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους. Κόπηκαν ακόμα και τα επιδόματα των αεροπόρων της πολεμικής αεροπορίας και οργανώθηκε επίθεση στους μισθούς των δικαστών ως να μην είναι μία εκ των τριών θεσμικά κατοχυρωμένων εξουσιών αλλά «απλοί» δημόσιοι υπάλληλοι. Για την κρίση θεωρήθηκαν υπαίτιοι μισθοί μερικών εκατοντάδων ευρώ μεγαλύτερων από εκείνων κάποιων άλλων.. Η κατάργηση δικαιωμάτων αποτελεί την εγγύηση ότι όταν η χώρα βγει από την κρίση, τα κέρδη της ανάπτυξης θα είναι μόνο για αυτούς τους στυλοβάτες της τοκογλυφίας, της άγριας ανακατανομής εισοδημάτων, της διασφάλισης επιχειρηματικών συμφερόντων.
              Το τέταρτο ήταν να έχουν χρόνο, ώστε να λεηλατήσουν δικαιώματα και κατακτήσεις όσο το δυνατό περισσότερο και εκτενέστερα. Συνεχώς προβάλλουν ως διέξοδο την ακόμα πιο «αποτελεσματική», χωρίς ταλαντεύσεις και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του λαού (το χυδαία ονομασθέν ως «πολιτικό κόστος»). Όλα αυτά γραμμένα από τύπος που παίρνουν μισθούς πολλαπλάσιους από των «Απλών ανθρώπων», εργάζονται στο συγκρότημα του μνημονίου και ταυτόχρονα πολλοί από αυτούς είναι υπάλληλοι τραπεζών. Οι εκκλήσεις για «νόμο και τάξη» που δεν είναι «προνόμιο μόνο της χούντας» έγιναν οι κύριοι επισκέπτες στα κύρια άρθρα τους.
              Οι δυνάμεις αυτές, ουσιαστικά εναπόθεσαν την αλλαγή του εσωτερικού συσχετισμού στην ελληνική κοινωνία και της συμφέρουσας για αυτούς οδού εξόδου από την κρίση στον ξένο παράγοντα. Κατά προέκταση έχουν εναποθέσει την τύχη της χώρας και τα χρονοδιαγράμματα σε τρίτους, αρκεί να τους διευκολύνουν αυτοί οι τρίτοι στις κοινωνικές αναλγησίες τους. Μόνο που οι μονόπλευρες επιθυμίες τους υπερβαίνουν, πλέον, και τους σχεδιασμούς, τα κριτήρια, τις αντοχές και της ίδιας της Τρόικας, που συχνά δεν αντέχει αυτόν τον ηλίθιο κοτζαμπασισμό τους. Τις απαιτήσεις τους οποιοδήποτε μέτρο να στηρίζει τα στενά εγωιστικά τους συμφέροντα, και ας υπονομεύουν αυτά κάθε θετική προοπτική.