Σήμερα βρισκόμαστε στο μέσον μιας μεγάλης προσπάθειας για την αποκατάσταση των δημόσιων οικονομικών και την επαναφορά της χώρας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η μείωση των ελλειμμάτων καθώς και η συνέπεια στην υλοποίηση των διαθρωτικών αλλαγών θα καθορίσουν την ταχύτητα εξόδου από την κρίση αλλά και τα χαρακτηριστικά του νέου παραγωγικού προτύπου που θα επιτρέψει στη χώρα να διασφαλίσει μια διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Η δημοσιονομική προσαρμογή στο σκέλος των δαπανών το 2010 αφορούσε πρώτιστα παρεμβάσεις σε μισθούς και συντάξεις, γιατί έπρεπε άμεσα να αποφύγουμε την κατάρρευση της χώρας και να υπογράψουμε την συμφωνία για τα 110 δισ. Τώρα έχουμε το περιθώριο για παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς. Η σημερινή συζήτηση αφορά την υγεία.
Τα προβλήματα των συστημάτων υγείας εδώ και χρόνια έχουν αναδειχθεί σε μείζον θέμα, ειδικότερα στις δυτικές κοινωνίες οι οποίες διαθέτουν και ανεπτυγμένα συστήματα υγείας τα οποία σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούνται και από το κράτος.
Έτσι λοιπόν ο προβληματισμός που αναπτύσσεται σχετικά με τις επιπτώσεις των δαπανών υγείας στη δυναμική των δημοσιονομικών μεγεθών αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην τωρινή συγκυρία.
Η δαπάνη υγείας στην Ελλάδα έχει μεγεθυνθεί τα τελευταία χρόνια σε σημαντικό βαθμό. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, το 2007 ανήλθε σε 9,6% του ΑΕΠ, έναντι 9% του ΑΕΠ, που ήταν για το ίδιο έτος ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ. Ενώ οι εκτιμήσεις του οργανισμού για τα επόμενα έτη την τοποθετούν για το 2010 τουλάχιστον στο 10% του ΑΕΠ.
Το παραπάνω γεγονός από μόνο του καταδεικνύει ότι το μέγεθος των δαπανών υγείας – όπως τουλάχιστον αποτυπώνονται στην παραπάνω στατιστική καταμέτρηση – αποτελεί πραγματικά ένα κρίσιμο μέγεθος για την ελληνική οικονομία, το σύστημα παροχής υγείας και πρόνοιας και τα δημόσια οικονομικά.
Στην Ελλάδα, η κύρια πηγή χρηματοδότησης των δαπανών υγείας σε ποσοστό 62%-63% είναι το δημόσιο βάση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ. Την ίδια στιγμή, το ύψος της δημόσιας χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας στις χώρες του ΟΟΣΑ το 2007 ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 72,8%.
Υψηλή είναι και η φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας η οποία, βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, για το έτος 2009 ανήλθε σχεδόν σε 5,1 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 2,0% του ΑΕΠ. Και αναφέρομαι μόνο στην εξωνοσοκομειακή δαπάνη. Αν συμπεριλάβουμε και το 1,3 δισ. της νοσοκομειακής δαπάνης φτάνουμε στα 6,4 δισ.
Το φάρμακο στη χώρα μας αποτελεί ουσιαστικά κοινωνικό αγαθό καθώς η συνολική δαπάνη καλύπτεται κυρίως από το δημόσιο που για το 2007 έφτασε στο 94% της συνολική δαπάνης για φάρμακα.
Το κράτος κατά τα τελευταία 10-15 χρόνια έχει αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την υπερβολική συσσώρευση χρεών στα νοσοκομεία σε τέσσερις περιπτώσεις με σημαντικές ρυθμίσεις των χρεών τους προς τους προμηθευτές. Αυτό από μόνο του αποδεικνύει ότι δεν έγινε εφικτή η αντιμετώπιση της ουσίας των προβλημάτων του συστήματος υγείας και ότι κάθε φορά και εκ των υστέρων ερχόμασταν πυροσβεστικά να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση όταν πλέον είχε φτάσει στο απροχώρητο.
Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν την ανάγκη για διαθρωτικές παρεμβάσεις στο χώρο της υγείας προκειμένου να αποκλιμακωθούν οι επιπτώσεις στη δυναμική των δημοσιονομικών μεγεθών.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να κινηθούμε για να αντιμετωπίσουμε και προκλήσεις για την μακροχρόνια επιβίωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας που είναι γερασμένο και χρειάζεται σημαντικές αλλαγές.
Ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για την κατεύθυνση των παρεμβάσεων που πρέπει να γίνουν, προκύπτουν από τη μελέτη της διάρθρωσης των δαπανών υγείας.
Μελετώντας τα στοιχεία έρευνας που εξετάζει την εξέλιξη του κόστους νοσηλείας στα νοσοκομεία κατά τα προηγούμενα έτη, διαπιστώνουμε ότι αυξάνεται σημαντικά το κομμάτι του κόστους που αφορά αναλώσεις υλικών, από φάρμακα έως και αναλώσιμα που από το 48,8% του υπολογιζόμενου ημερήσιου νοσήλειου το 2005, ανήλθαν στο 57,2% το 2008. Και αυτό όταν σε πολλές περιπτώσεις έχουμε μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων ενώ ταυτόχρονα οι ημέρες νοσηλείας έχουν παραμείνει ουσιαστικά σταθερές.
Αυτό το οποίο πάντως αποδεικνύεται από τα διαθέσιμα στοιχεία είναι πως οι δαπάνες που καταβάλλει η χώρα – δημόσιες και ιδιωτικές – δεν είναι λίγες – τόσο ως απόλυτα νούμερα, όσο και σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μεγέθη της οικονομίας και διατηρούν διαχρονική αυξητική τάση.
Αυτή η διαπίστωση παρέχει μια απάντηση στην άποψη ότι «δεν δίνονται αρκετά χρήματα στο σύστημα υγείας». Στον τομέα της υγείας πάντα υπάρχει η απαίτηση για το καλύτερο και το περισσότερο και τα επιπλέον χρήματα ποτέ δεν είναι αρκετά. Έτσι ερχόμαστε σε μια άλλη πτυχή του ζητήματος που έχει να κάνει με το πώς αξιοποιούνται τα χρήματα που κάθε φορά είναι διαθέσιμα. Διότι πριν αποφασίσεις για την όποια αύξηση πρέπει να αξιολογήσεις πως βελτιώνεται η κατάσταση με τους υφιστάμενους πόρους.
Πρώτα λοιπόν πρέπει να διορθώσουμε τις παθογένειες του συστήματος, να παρέμβουμε εκεί όπου γίνεται η κατασπατάληση πόρων, να αξιοποιήσουμε τα ήδη διαθέσιμα κεφάλαια και μετά να δούμε αν, πού και πώς θα κατευθύνουμε τους επιπλέον πόρους.
Αυτό που έχει περάσει σαν γενική διαπίστωση είναι πως όταν μιλάμε για το σύστημα υγείας, αναφερόμαστε σε ένα «πιθάρι των Δαναΐδων». Όμως δεν μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε άλλο έτσι. Γιατί ακόμα και εάν υπήρχαν ανεξάντλητοι πόροι, οι αστοχίες και δυσλειτουργίες του συστήματος υγείας δεν αντανακλώνται απλά στα δημοσιονομικά μεγέθη και σε αύξηση των ελλειμμάτων του κράτους και των ταμείων υγείας, αλλά αντανακλώνται στην κατάσταση των υπηρεσιών υγείας που έχουν στην διάθεσή τους οι Έλληνες.
Και λοιπόν εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ελληνικό παράδοξο, με μια αντίφαση.
Ενώ ουσιαστικά υπάρχει καθολική κάλυψη των ελλήνων από το σύστημα υγείας, οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας διατηρούνται διαχρονικά σε υψηλό επίπεδο, σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Δηλαδή περίπου το 40% των συνολικών δαπανών για υγεία στη χώρα αφορούν χρηματοδότηση από τις πληρωμές που γίνονται από ασφαλισμένους με χρήματα τα οποία προέρχονται από το οικογενειακό ή το προσωπικό τους εισόδημα. Πιο συγκεκριμένα ενώ η μέση κατά κεφαλήν ετήσια ιδιωτική δαπάνη για υπηρεσίες υγείας ανέρχεται στην Ευρωζώνη σε 770 €, στην Ελλάδα υπερβαίνει τα 1.180 €.
Οι πληρωμές αυτές, για την συμμετοχή του ασθενή στο κόστος των υπηρεσιών που παρέχονται από το ΕΣΥ, μπορεί να καλύπτουν τη φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, τις δαπάνες για επισκέψεις σε ιδιώτες γιατρούς μη συμβεβλημένους με τα ταμεία, τη διαφορά της πραγματικής τιμής από την τιμή που εγκρίθηκε ότι θα καταβληθεί από τα ασφαλιστικά ταμεία και τέλος σε ιδιωτική ασφάλιση υγείας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι παρά το γεγονός ότι το κράτος συντηρεί και παρέχει ένα δαπανηρό σύστημα υγείας, αυτό φαίνεται να μην προσφέρει τις αναμενόμενες υπηρεσίες προς τους πολίτες, οι οποίοι καταφεύγουν σε κάλυψη των αναγκών τους με ίδιους πόρους.
Το παζλ της Υγείας στη χώρα συμπληρώνεται και με άλλα αντιφατικά στοιχεία που αναδεικνύονται και από μελέτες και δημοσιεύσεις διεθνών και Ελληνικών οργανισμών όπως το γεγονός ότι διαθέτουμε από τα υψηλότερα κεφαλήν ποσοστά γιατρών μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ενώ αντίστοιχα τα ποσοστά νοσηλευτών είναι από τα χαμηλότερα.
Όπως επίσης ότι κατέχουμε την πρωτιά στα κατά κεφαλήν φαρμακεία μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών, με 94 σχεδόν φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους.
Αντίστοιχα καταγράφεται η υπερπροσφορά αξονικών και μαγνητικών τομογράφων με ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση των μηχανημάτων τα οποία λειτουργούν από ιδιωτικά νοσηλευτήρια και διαγνωστικά κέντρα.
Και ενώ η δημόσια και ιδιωτική δαπάνη για την υγεία είναι υψηλή, οι παρεχόμενες υπηρεσίες αξιολογούνται αρνητικά από τους πολίτες.
Η πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρομέτρου που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2010 έδειξε με ξεκάθαρο τρόπο ότι οι Έλληνες έχουν την χειρότερη άποψη – μαζί με τους Ρουμάνους – μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την ποιότητα των υπηρεσιών που τους παρέχει σύστημα υγείας. Μόλις το 25% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η ποιότητα της παροχής υγείας είναι καλή στη χώρα.
Αντίστοιχα, και όχι ανεξήγητα, το 77% των Ελλήνων δηλώνει πως η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι καλύτερες από ότι στην Ελλάδα.
Είναι αποδεκτό λοιπόν ότι το δημόσιο σύστημα υγείας στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από τις γνωστές παθολογίες: τη σπάταλη διαχείριση των δημόσιων πόρων, την έλλειψη διαφάνειας, τις οργανωτικές επικαλύψεις, την απουσία στρατηγικής δράσης, την απουσία ορθολογικής σχεδίασης θέσεων εργασίας. Πρακτική συνέπεια της πραγματικότητας αυτής είναι το κόστος των παραγομένων αποτελεσμάτων των υπηρεσιών να υπολείπονται του οφέλους.
Χρειάζονται λοιπόν διαθρωτικές παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα του συστήματος υγείας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 είχε ξεκινήσει μια σημαντική προσπάθεια για την υγειονομική μεταρρύθμιση και την αντιμετώπιση των σημαντικών προβλημάτων του συστήματος υγείας.
Αυτή η προσπάθεια έμεινε ημιτελής. Από το 2005 η κατάσταση στο σύστημα υγείας άρχισε να εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς προς το χειρότερο, τα χρέη των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές υλικών και φαρμάκων εκτοξεύθηκαν χωρίς ταυτόχρονα να έχει αλλάξει κάτι ουσιώδες από πλευράς δημογραφικών ή επιδημιολογικών δεδομένων του πληθυσμού. Η κυβέρνηση έθεσε τα προβλήματα του σε απόλυτη προτεραιότητα από την πρώτη κιόλας στιγμή.
Με νόμο ρυθμίστηκαν τα συσσωρευμένα χρέη της περιόδου 2005-2009 ανοίγοντας τον δρόμο για την σταδιακή αποσυμφόρηση της ασφυκτικής κατάστασης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ νοσηλευτικών ιδρυμάτων και προμηθευτών.
Προωθείται και επεκτείνεται η ηλεκτρονική συνταγογράφηση. Έτσι θα μπορέσει να ελεγχθεί η μεγάλη φαρμακευτική δαπάνη, η αλόγιστη συνταγογράφηση και η πολυφαρμακία.
Την ίδια στιγμή, υλοποιείται – πιλοτικά από τον ΟΠΑΔ και με σχεδιασμό να επεκταθεί το 2011 και στα υπόλοιπα ταμεία – πρόγραμμα ηλεκτρονικής καταγραφής των παραπομπών για παρακλινικές εξετάσεις.
Έχουμε καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η πρακτική της συσσώρευσης των χρεών και η μεταφορά των απαιτήσεων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων στα επόμενα οικονομικά έτη.
Η προσπάθεια εστιάζεται στη συγκράτηση των δαπανών και στην έγκαιρη εξόφληση τους προκειμένου να διασφαλιστεί οικονομία και ρευστότητα στο σύστημα, ταμεία – νοσοκομεία – προμηθευτές.
Δρομολογείται η επέκταση του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος σε όλα τα νοσοκομεία και της λειτουργίας των Ολοκληρωμένων Πληροφοριακών Συστημάτων, τα οποία έχουν εγκατασταθεί αλλά σε πολλές περιπτώσεις δεν λειτουργούν.
Έτσι μόνο θα υπάρξει όχι μόνον έλεγχος των οικονομικών αλλά ουσιαστική δυνατότητα για την διοίκηση να αντλεί στοιχεία για κόστος και οφέλη.
Πρόσφατα ξεκινήσαμε τη συζήτηση για το νέο σύστημα προμηθειών με την εφαρμογή του συστήματος του αναδόχου σε συνδυασμό με σταθερή βάση δεδομένων τεχνικών προδιαγραφών. Αυτό αποτελεί μια απάντηση στο αδιέξοδο στο οποίο φαίνεται προς προσκρούουν διαρκώς τα νοσηλευτικά ιδρύματα και που αποτελεί μια σημαντική πηγή των προβλημάτων τους. Περισσότερα θα πει ο συνάδελφος, κ. Λοβέρδος.
Κυρίες και κύριοι,
Παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι τώρα, φαίνεται ότι οι δαπάνες έχουν ξεφύγει και είμαστε επιφυλακτικοί για το μέγεθος της βελτίωσης που έχουμε πετύχει μέχρι σήμερα.
Έχουμε ζητήσει από τους BIG 5 να κάνουν προτάσεις για διαρθρωτικές αλλαγές.
Οι όποιες αλλαγές και εναλλακτικές λύσεις στη δομή και τη λειτουργία των Μονάδων Υγείας θα πρέπει να περιλαμβάνουν
· τη βελτίωση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων (Authority στις Διοικήσεις),
· τη μέτρηση της απόδοσης (Αξιολόγηση των Διοικητών ανά τρίμηνο),
· την αυξημένη υπευθυνότητα ( Εφαρμογή Πρωτοκόλλων σε όλες τις ιατρικές πράξεις),
· τον αυστηρό έλεγχο (Clinical and medical audit ),
· τον προγραμματισμό (Κλειστοί προϋπολογισμοί στα Νοσοκομεία)
· και τη βέλτιστη διαχείριση των πόρων (Τιμολόγηση όλων των ιατρικών πράξεων).
Κεντρικός στόχος θα πρέπει να είναι η μείωση του κόστους της λειτουργίας και η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας για τον πολίτη.
Καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχή έκβαση των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων στις Υπηρεσίες Υγείας αποτελεί η ενίσχυση της εμπιστοσύνης.
Είναι γνωστό σε όλους το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής την οποία καλείται να υλοποιήσει η χώρα, γεγονός που επιτάσσει το άμεσο νοικοκύρεμα της κατάστασης στο σύστημα υγείας.
Αλλά δεν πρέπει να μένουμε μόνο σε αυτό και να οριοθετούμε την ανάγκη εξυγίανσης του συστήματος παροχής Υγείας στο πλαίσιο των δεδομένων της οικονομικής κρίσης.
Το σύστημα ούτως ή άλλως χρειάζεται εξυγίανση προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στις μακροχρόνιες προκλήσεις που αντιμετωπίζει και που καθορίζονται από τις δημογραφικές, οικονομικές και τεχνολογικές τάσεις που βλέπουμε να διαμορφώνονται και εξελίξεις στην ιατρική επιστήμη.
Το ουσιαστικό που θα πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας αλλά και θα πρέπει να το επικοινωνούμε προς όλους είναι πως είναι πως το σύστημα υγείας αποτελεί βασικό πυλώνα σταθερότητας και συνοχής της κοινωνίας και ουσιαστικό παράγοντα της ευημερίας των πολιτών και αυτό αποτελεί το ουσιαστικό και καθοριστικό κριτήριο για τις αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που δρομολογούμε.