 |
Των Βαγγέλη Γκιάτα – Γρηγόρη Γ. Καλύβα
Τους βρήκαμε μαζεμένους στο μοναδικό καφενείο του χωριού η ύπαρξη του οποίου αποτελεί πραγματικό θησαυρό.
Δεν συμπλήρωναν ούτε τετράδα για δηλωτή.
Κάτω απ’ τον ίσκιο της κληματαριάς που σκέπαζε το χώρο τέσσερις άνθρωποι έπιναν το τσιπουράκι τους μιλώντας για τα δικά τους.
Τα μικρά και απλά καθημερινά προβλήματα τα οποία, όπως μας τόνισαν, είναι ξεχασμένα απ’ τους τοπικούς άρχοντες και την πολιτεία.
Βρισκόμαστε στην Καλλιθέα Καλαμπάκας, τον μικρό οικισμό του δήμου Τυμφαίων με τους 25 μόνιμους κατοίκους οι οποίοι σε πείσμα όλων εξακολουθούν να μένουν εδώ, στη γενέθλια γη, ριζωμένοι σε τούτα τα χώματα τα ποτισμένα με τον ιδρώτα του αγώνα της ζωής.
Η αλήθεια είναι ότι η θέα δυο ξένων τους αναστάτωσε προς στιγμήν αλλά ο αυθορμητισμός και τα φιλόξενα αισθήματά τους, που κουβαλούν απ’ τη φύτρα τους μας τύλιξαν σαν την πρωινή αχλύ.
«Καλώς τους πατριώτες», απάντησε κάποιος στο καλημέρα που τους είπαμε.
– Να καθίσουμε;» ρωτήσαμε.
– Το συζητάτε; Μετά χαράς, Ηλία κέρνα τα παιδιά, πρόσταζαν με μια φωνή και αμέσως η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε.
Τους φάνηκε παράξενο Σάββατο μεσημέρι δυο άγνωστοι γι’ αυτούς άνθρωποι να επισκέπτονται το χωριό τους, οι άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες επισκέψεις.
Βέβαια μαθαίνοντας ότι εκπροσωπούμε την «ΕΡΕΥΝΑ» παραξενεύτηκαν.
«Τι μας θέλετε εμάς, τι να σας πούμε, δεν βλέπετε ότι είμαστε ξεχασμένοι εδώ πάνω;» ρώτησε ο κυρ Αντώνης Χαρμπέας.
«Ναι, καλά λέει, ξεχασμένοι, το κράτος μας κυνήγησε απ’ τα χωριά μας, ξεριζωθήκαμε και φύγαμε άλλοι στο εξωτερικό, άλλοι στην Αθήνα και άλλοι στα Τρίκαλα.
Ρημαδιό, είμαστε τελειωμένοι, τι μέλλον να έχει το χωριό με 25 γερόντους που μένουν εδώ; Αναρωτήθηκε κάποιος αφήνοντας το παράπονο να ξεχειλίσει.
Και τι να τους πεις αυτούς τους αγνούς ανθρώπους όταν αντικρίζεις την εγκατάλειψη.
Οι λέξεις, ο τόνος της φωνής, τα επιχειρήματά τους, η κριτική, η γκρίνια, αν θέλετε, είναι καταλυτικά.
Σιωπάς, σκύβεις το βλέμμα από ντροπή, ανάκατη με οργή, και προσπαθείς να τα αποτυπώσεις όσο πιο έντονα γίνεται «Τίποτε Ιερόσυλοι μας θυμούνται, άλλοι όχι. Τον δήμαρχο και την δημοτική αρχή έχουμε να τους δούμε ένα χρόνο», τονίζουν.
Τους ρωτάμε να μας πουν για τον «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ» και μας εντυπωσιάζει ότι αγνοούν πως αποτελούν πια δημότες του νέου δήμου Καλαμπάκας.
«Ούτε μας ρώτησαν τι θέλουμε, ούτε ξέρουμε, αλήθεια πήγαμε Καλαμπάκα; Ρωτάνε με αγωνία.
Τους το επιβεβαιώνουμε και βγάζουν μια ανακούφιση.
«Δόξα το Θεό, τώρα θα κατεβαίνουμε Καλαμπάκα και θα εξυπηρετούμαστε, δε θα πηγαίνουμε πέρα – δώθε», τονίζουν.
Ρωτάμε αν έγιναν έργα, αν υπάρχουν προβλήματα.
«Τι να σας πούμε παιδιά, εδώ μόνο ο Δεσπότης μας θυμάται και μετά από 100 χρόνια είδαμε παπά δικό μας στο χωριό.
Όσο για έργα ένας Χρ. Μαγκούφης ενδιαφέρθηκε και έφτιαξε το δρόμο και ο πρώην δήμαρχος ο Κουτούμπας που μας έφερε νερό.
Ούτε ενδιαφέρον, ούτε έργα», απαντάνε.
Τι ζητάνε αυτοί οι ακρίτες εδώ πάνω;
«Πιο τακτική συγκοινωνία και τον γιατρό να μας μετράει την πίεση», τονίζουν.
Ακούγοντας αυτούς τους απλούς ανθρώπους η οργή αρχίζει να ανεβαίνει κατακόρυφα και ένας κόμπος στο λαιμό δεν σ’ αφήνει να πιεις μια γουλιά νερό που με τόση αγάπη σου πρόσφεραν τούτοι οι άνθρωποι η οποία αξίζει όσο ολάκερος ο πλούτος του κόσμου όλου.
|
 |