του Γιάννη Μανώλη*

Κοιτάζοντας, τώρα, τη μάχη της διαδοχής στη Ν.Δ. ένα παράδοξο έχει προκύψει. Αρχικά η συντριπτική πλειοψηφία πίστευε ότι η Ντόρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επικρατήσει για τους εξής λόγους: α) έχει ένα πανίσχυρο μηχανισμό-στρατό που προετοιμάζεται χρόνια για αυτό το σκοπό, β) συγκεντρώνει δίπλα της ισχυρά οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα, γ) έχει πάρει με το μέρος της βαρονίες, οικογένειες και φατρίες που ρυθμίζουν τις εξελίξεις στη Ν.Δ. σχεδόν από την ίδρυση της. Τι συνέβη, όμως, και η θυγατέρα του Μητσοτάκη μετετράπη από ισχυρό φαβορί σε αδιαφιλονίκητο αουτσάιντερ; Ένας συνδυασμός από λόγους εξηγούν αυτή την εξέλιξη, αλλά τρεις είναι οι σημαντικότεροι. Πρώτον, οι μηχανισμοί-στρατοί χειραγωγούν το εκλεκτορικό σώμα, ενώ εκείνο διεκδικεί τη χειραφέτηση. Δεύτερον, η εποχή του διαδικτίου δείχνει να ‘τρέχει’ γρηγορότερα από τα εκδοτικά συμφέροντα και το μιντιακό κατεστημένο. Τρίτον, οι μη-προνομιούχοι πολίτες ‘διψούν’ για συμμετοχή σε ανοιχτές διαδικασίες και γυρίζουν την πλάτη σε σημαδεμένα παιχνίδια εξουσίας. Απέναντι στο νεποτισμό προβάλουν το καινούργιο και άφθαρτο, ζητώντας ισονομία, ισοπολιτεία και ίσες ευκαιρίες ανέλιξης. Όταν τα ‘τζάκια’ συσπειρώνονταν υπό την απολιτική ομπρέλα της Ντόρας πίστευαν ότι για μία ακόμη φορά θα επιβάλουν τα θέλω τους στο λαό. Αγνόησαν,όμως, την αντίδραση των πολιτών. Και ως γνωστόν, όταν οι πολίτες σταματούν να τα τροφοδοτούν με καυσόξυλα, τότε τα τζάκια σβήνουν.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και την υπεροχή Σαμαρά σε ιδεολογικό και πολιτικό λόγο, τότε το παράδοξο παύει να υπάρχει και το ιδεατό γίνεται πραγματικό. Ο πολιτικός λόγος του Σαμαρά ξεπερνάει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της μεταπολίτευσης και έχει το πολιτικό θάρρος να μιλήσει ‘ανοιχτά’ για το μέλλον. Εύστοχα θέτει τα σημαντικότερα διλήμματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Η πλευρά Σαμαρά αντιπροσωπεύει τη χειραφέτηση της πολιτικής, ενώ η άλλη υποστηρίζει τη χειραγώγηση. Η μία πλευρά μιλάει για νέο-πατριωτισμό και υπεράσπιση των οικουμενικών ιδεών του ελληνισμού, ενώ η άλλη δείχνει να ισορροπεί σε δύο βάρκες πηγαίνοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος. Ο Αντώνης βάζει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο νόμιμο και στο ηθικό τονίζοντας ότι οι δημόσιοι άντρες δεν αρκεί να είναι νόμιμοι αλλά πρέπει να είναι και ηθικοί, ενώ η Ντόρα στη ρητορεία τους μέμφεται αλλά στην ουσία τους καλεί κοντά της. Ο Σαμαράς δηλώνει ξεκάθαρα ότι το μοντέλο ανάπτυξης είναι ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, όπου το Κράτος θα έχει ρόλο ρυθμιστή στην αγορά και η κοινωνική δικαιοσύνη θα αποτελεί το απαραίτητο συστατικό για την εύρυθμη λειτουργία της Πολιτείας. Η Μπακογιάννη ενώ υπήρξε, μαζί με Μάνο και Ανδριανόπουλο, η κύρια εκπρόσωπος του αποτυχημένου νέο-φιλελεύθερου μοντέλου (ή αναρχοκαπιταλιστικού μοντέλου), τώρα φοράει τη μάσκα της κοινωνικής ευαισθησίας για να ψαρέψει, ακόμη μία φορά, σε θολά νερά.
Είναι η εποχή που οι πολίτες γυρνούν την πλάτη στις γενικόλογες αοριστολογίες και φλερτάρουν με το ειδικό και το πραγματικό. Αν αυτό το φλερτ μετατραπεί σε σχέση δεν μένει παρά να το δούμε.
Υπ. Διδάκτωρ Ευρ/κής Περιβαλλοντικής Πολιτικής
πρώην στέλεχος ΔΑΠ-ΝΔΦΚ