Νόμος Κατσέλη:ένα μέσο καταστολής της υπερχρέωσης

    0
    133
    Γράφει η Φωτεινή Παπαγεωργίου,
    Δικηγόρος 
    Από τον Αύγουστο του 2010,
    οπότε και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος για την
    πολυαναμενόμενη και πολλά υποσχόμενη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων
    ελληνικών νοικοκυριών, ευρέως γνωστός ως Νόμος Κατσέλη (ν. 3869/2010, όπως
    τροποποιήθηκε ακολούθως με τον ν. 4161/2013), ποικίλα έχουν λεχθεί για το σκοπό,
    που επεδίωξε να επιτελέσει η θέσπισή του, για την επιτυχία της εφαρμογής του,
    ως και για τα πραγματικά οφέλη, που επιφυλάσσει η υπαγωγή στον εν λόγω νόμο ενός
    υπερχρεωμένου καταναλωτή. Η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3869/2010 μας δίνει μία
    πρώτη

    εικόνα για το στόχο, που ετέθη προς επίτευξη από τον νομοθέτη. Αναφέρεται
    μεταξύ άλλων πως «στη ψήφιση του εν λόγω νόμου οδήγησαν παράγοντες, όπως η
    εισοδηματική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής
    πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, οι ατυχείς
    προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών, κυρίως δε η
    απώλεια της εργασίας τους, που δρώντας υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής
    υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην
    αυξανόμενη υπερχρέωση νοικοκυριών, τα οποία αδυνατώντας στη συνέχεια να
    αποπληρώσουν τα χρέη τους υπέστησαν και υφίστανται τις αλυσιδωτά επερχόμενες
    καταστροφικές συνέπειες της περιθωριοποίησης, εγκλωβισμού και ανικανότητας
    σχεδιασμού συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή».

    Είναι σαφές πως η ψήφιση του
    νόμου έλαβε χώρα σε μία χρονική και ιστορική συγκυρία ιδιαίτερα ζοφερή για το
    μέσο ελληνικό νοικοκυριό, καθώς οι μισθοί και οι συντάξεις του δημοσίου
    υπέστησαν μία άνευ προηγουμένου περικοπή τόσο δια της αφαίμαξης του βασικού
    μισθού ή της συντάξεως όσο και με την επιβολή πρωτάκουστων εισφορών και
    υπέρμετρων κρατήσεων, ο δε ιδιωτικός τομέας άρχισε να κλυδωνίζεται συθέμελα με
    την οικονομική κρίση να παρασύρει στη δίνη της πτώχευσης τη μία επιχείρηση μετά
    την άλλη, ώστε το «ένας και πλέον άνεργοι σε κάθε οικογένεια» να είναι πλέον
    μία δεδομένη και παγιωμένη κατάσταση. Την ίδια στιγμή, η εισοδηματική στενότητα
    συνοδευόταν από αλματώδη αύξηση των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης, στα
    τιμολόγια των ΔΕΚΟ και στην κάθε μορφής ενέργεια, με αποτέλεσμα η ρευστότητα
    του Έλληνα καταναλωτή να φθίνει μήνα με το μήνα. Παράλληλα, οι δόσεις των
    τραπεζικών δανείων συνέχιζαν την κούρσα των ανατιμήσεων, με τα κυμαινόμενα
    επιτόκια να αγγίζουν τα ύψη και με τον συμφωνηθέντα ανατοκισμό και τους τόκους
    υπερημερίας να διογκώνουν ανηλεώς το χρέος. Τα δε στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό
    φράγκο, που εδόθησαν σε ανυποψίαστους δανειολήπτες από τις αρχές έως τα τέλη
    του 2008 αποτέλεσαν ένα από τα μεγαλύτερα τραπεζικά σκάνδαλα των τελευταίων
    ετών, καθώς η προβλεπόμενη από τον τραπεζικό κόσμο ανατίμηση του ελβετικού
    φράγκου έναντι του ευρώ, ενώ αντισταθμίστηκε από τα τραπεζικά ιδρύματα, παρά
    ταύτα μετακυλίστηκε στον καταναλωτή, υπερμεγεθύνοντας το χρέος του.
    Ερχόμενοι αντιμέτωποι με την
    νέα αυτή μη αναστρέψιμη πραγματικότητα, οι λήπτες των τραπεζικών δανείων είχαν μέχρι
    τότε τη μία και μοναδική δυνατότητα της σύναψης νέας σύμβασης ρύθμισης με την
    τράπεζα, δυνάμει της οποίας είτε τους χορηγούνταν μία περίοδος χάριτος με μηδενικές
    καταβολές, είτε μειώνονταν οι μηνιαίες δόσεις με επιμήκυνση του δανείου τους,
    είτε ζητούνταν η χορήγηση εγγύησης από έτερο τρίτο πρόσωπο με ακίνητη
    περιουσία. Και στις τρεις περιπτώσεις, ο μόνος κερδισμένος παρέμενε το
    πιστωτικό ίδρυμα επί ζημία του καταναλωτή. Ο νόμος 3869/2010 ήρθε στο χρονικό
    σημείο αυτό να παράσχει μία έτερη εναλλακτική στους δανειολήπτες καταναλωτές
    υπό τις ευλογίες του Κράτους Δικαίου, το οποίο «δεν ήθελε» επ’ ουδενί να εγκαταλειφθεί
    ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε
    και οι πιστωτές δεν θα μπορούσαν να αντλήσουν κανένα κέρδος.
    Αυτά τα τρεισήμισι χρόνια
    εφαρμογής του νόμου, πολλοί καταναλωτές που προσέφυγαν στα αρμόδια Ειρηνοδικεία
    του τόπου της κατοικίας τους ή της συνήθους διαμονής τους πέτυχαν πολύ ευνοϊκές
    αποφάσεις, με τις οποίες περικόπηκε ένα σημαντικό ποσοστό χρέους τους.
    Πρόκειται στην συντριπτική τους πλειονότητα για περιπτώσεις μακροχρόνια
    ανέργων, συνταξιούχων, ανθρώπων με προβλήματα υγείας και με μικρό εισόδημα,
    καθώς και μέλη μονογονεϊκών οικογενειών. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ευπαθείς κοινωνικές
    ομάδες, τις οποίες ευνόησαν ιδιαίτερα οι Ειρηνοδίκες, εκδίδοντας τις περίφημες
    αποφάσεις διαγραφής των χρεών τους. Φυσικά και δεν περιορίστηκαν μόνο σε αυτές,
    οδηγούμενοι περαιτέρω σε επωφελείς δικαστικές κρίσεις και για δημοσίους και
    ιδιωτικούς υπαλλήλους με γλίσχρα εισοδήματα και με πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις.
    Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, παρά την αποδεδειγμένη οικονομική αδυναμία των
    αιτούντων, ορισμένοι Δικαστές (ευτυχώς η μειοψηφία των δικασάντων) στάθηκαν σε
    δήθεν τυπικές παραλείψεις των αιτήσεων, απορρίπτοντάς τες και εκφράζοντας με
    τον τρόπο αυτό εν πολλοίς μία έμμεση αποδοκιμασία προς τους σκοπούς του νόμου.
    Παρά τα ως άνω καταγεγραμμένα στη
    δικαστηριακή πρακτική των Ειρηνοδικείων της χώρας, ένα πράγμα είναι κοινή
    παραδοχή του νομικού και τραπεζικού κόσμου: ο νόμος Κατσέλη αποτελεί το
    ασφαλέστερο σήμερα καταφύγιο για όλους εκείνους τους δανειολήπτες, που
    αδυνατούν πραγματικά, παρά τις εργώδεις προσπάθειές τους, να αποπληρώνουν κάθε
    μήνα ακέραια τη δόση των δανείων τους. Αφενός κερδίζουν χρόνο, αποκτώντας «το
    μπόνους» της αναστολής των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών μέχρι την
    εκδίκαση της αιτήσεώς τους, αφετέρου δε προτείνουν τη δόση που δύνανται να
    καταβάλουν, υπαγόμενοι πλέον στην κρίση του φυσικού τους Δικαστή. Πέραν κάθε
    αμφιβολίας, και ενώ χιλιάδες δανειολήπτες στην Ελλάδα βρίσκονται επί ξυρού ακμής,
    αξίζει να προσφύγουν στον Νόμο 3869/2010, προκειμένου να καρπωθούν τις
    ευεργετικές προβλέψεις του νόμου, σε μία έσχατη προσπάθεια νοικοκυρέματος του
    παθητικού τους.