Κάθισε δίπλα στο κύμα
κι έβρεξε τα όνειρά του
με αρμύρα και πόθους,
με μοναξιά και θλίψη.
Κι ας έπεφτε το φεγγάρι
μπροστά του,
κι ας του έλεγε
κάτι μέσα του
πως το πρωί
θ’ αργούσε απόψε.
Ίσως γιατί το ήθελε,
πάλευε να βρέξει
την καρδιά του
όταν η ψυχή του
ήταν γεμάτη ενοχές,
όταν τα όνειρα
δεν ήταν του παρόντος.
Τα δάκρυα στη θάλασσα
κι ο ύπνος
στην ατέλειωτη πραγματικότητα
του άδικου,
δεν τόλμησαν
να ξυπνήσουν μέσα του
το άλλο πρωινό,
αυτό που δίνει νόημα
στα πληγωμένα ελάφια
του δάσους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΚΡΑΝΙΩΤΗΣ
(από την ποιητική συλλογή “Ενδόγραμμα”,
εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, 2010)