Στην δύσκολη εποχή που διανύουμε, οι λαϊκές αγορές μπορούν να προσφέρουν στον έλληνα καταναλωτή φτηνά, ποιοτικά και ασφαλή τρόφιμα, αρκεί η Πολιτεία να συνδράμει τους παραγωγούς που δραστηριοποιούνται σ’ αυτές.
Στα πλαίσια αυτά, ο ΛΑ.Ο.Σ. θεωρεί επιβεβλημένη την απόσυρση των ταμειακών μηχανών, με ταυτόχρονο διπλασιασμό της εφάπαξ εισφοράς. Με αυτόν τον τρόπο, το κράτος θα βάλει προκαταβολικά στα ταμεία του αρκετά εκατομμύρια ευρώ και οι παραγωγοί των λαϊκών αγορών θα απαλλαγούν από τον βραχνά της ταμειακής μηχανής, καθότι εργάζονται υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες, πολλοί είναι προχωρημένης ηλικίας και, ως γνωστόν, στις λαϊκές υπάρχουν συγκεκριμένες ώρες αιχμής.
Εναλλακτικά, ο ΛΑ.Ο.Σ., προκειμένου να αποσείσει οιαδήποτε κατηγορία περί φοροδιαφυγής των παραγωγών που δραστηριοποιούνται στις λαϊκές, θα μπορούσε να αποδεχθεί την λειτουργία ταμειακών μηχανών για την έκδοση αποδείξεων, χωρίς όμως την επιβολή ΦΠΑ, επειδή στον πρωτογενή τομέα δεν επιβάλλεται ΦΠΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ (Ν. 2859/2000), οι οποίες είναι και σύμφωνες με την Κοινοτική Νομοθεσία περί ΦΠΑ (Οδηγία 2006/112/ΕΚ.). Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, θα μπορούσε να επιβληθεί επί των παραγωγών – πωλητών και ένας φόρος 1% στον κύκλο εργασιών τους, ως φόρος δραστηριότητας στην λαϊκή αγορά.
Έτσι, και οι παραγωγοί – πωλητές δεν θα υποχρεωθούν στην τήρηση βιβλίων εσόδων – εξόδων και οι λαϊκές αγορές θα καταστούν ελκυστικότερες στον πολίτη – καταναλωτή, περιορίζοντας την τάση αγοράς αγροδιατροφικών προϊόντων από τις ξενόφερτες αλυσίδες των πολυκαταστημάτων.
Ο ΛΑ.Ο.Σ. θεωρεί ότι οι προτάσεις του είναι άμεσα εφαρμόσιμες αρκεί να κατανοήσουν, επιτέλους, οι καρεκλοκένταυροι του οικονομικού επιτελείου ότι οι παραγωγοί – πωλητές των λαϊκών αγορών είναι κατά βάσιν αγρότες και δεν ασκούν εμπορική δραστηριότητα.